Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Η Σατραπεία (Κωνσταντίνος Π. Καβάφης)


Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται•
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει•
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε•
την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Aυτά πού θα στα δώσει ο Aρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία•
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.



Almost Blue (Elvis Costello)


Almost blue
Almost doing things we used to do
There's a girl here and she's almost you
Almost all the things that your eyes once promised
I see in hers too
Now your eyes are red from crying

Almost blue
Flirting with this disaster became me
It named me as the fool who only aimed to be

Almost blue
It's almost touching it will almost do
There's a part of me that's always true...always
Not all good things come to an end now it is only a chosen few
I've seen such an unhappy couple

Almost me
Almost you
Almost blue


Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Νοσταλγία (Κωνσταντίνος Καρυωτάκης)


Μέσ' από το βάθος των καλών καιρών 
οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες. 
Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις 
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα, 
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.

Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά 
-πόσος καιρός! τα χάιδεψες μια νύχτα-
και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει 
μια συφορά παλιά και να ξυπνά,

θα στήσουνε μακάβριο το χορό 
οι θύμησες στα περασμένα γύρω,
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε 
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

Τα μάτια που κρεμούν -ήλιοι χλωμοί- 
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει, 
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες 
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί... 

Αγάπη (Κωνσταντίνος Καρυωτάκης)


Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι. 
Και με είδε μια αχτίδα


Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της 
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι. 
Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης, 
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!


Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι 
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος, 
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη, 
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος. 


Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Η Αμυγδαλιά (Γεώργιος Δροσίνης)


Εκoύνησε την ανθισμένη μυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι' εγέμισ' από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της.

Αχ! χιονισμένη σαν την είδα την τρελλή
γλυκά τη φίλησα,
της τίναξα τα άνθη απ᾿ την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:

-Τρελλή, να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τί τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θέ νάρθει η βαρυχειμωνιά
δεν το στοχάζεσαι;

Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιγνιδάκια σου,
κοντή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου!