Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Τσακισμένη Χαρά (ΤΡΥΠΕΣ)


Κατεβαίνω όλους τους πρόστυχους δρόμους
αγκαλιά μ’ ένα πτώμα πιο ζεστό απ’ τη μοναξιά
Κι όταν γεμίζω μ’ ενοχές και με φόβους
φιλάω τη σκιά σου, ρημαγμένη χαρά

Όλες οι πόλεις ρίχνονται μες στη φωτιά
καίγονται μες στα θυμωμένα δάκρυά σου
Κι οι κάτοικοι όλοι λυσσασμένα σκυλιά
που δε μ’ αφήνουνε να 
ρθώ απ’ τη μεριά σου

Μα εγώ δεν έχω άλλη ελπίδα έξω από σένα
κι ακολουθώ τη κάθε σου πατημασιά

Βουλιάζω στο φως σου (Είμαι δικός σου)
Τσακισμένη χαρά (Βουλιάζω στο φως σου)
Με τ’ άγρια φτερά σου (Ταξιδεύω)
Ταξιδεύω, ταξιδεύω μακριά

Υπομένω όλους τους κάλπικους πόνους
συντροφιά μ’ έναν εφιάλτη πιο γλυκό απ’ τη μοναξιά
Κι όταν γεμίζω μ’ ενοχές και με φόβους
φιλάω τη σκιά σου, ρημαγμένη χαρά

Όλες οι αλήθειες ρίχνονται μες στη φωτιά,
καίγονται μες στα θυμωμένα δάκρυά σου
Κι οι πόρτες όλες κλειδωμένες διπλά
και δε μ’ αφήνουνε να 
ρθώ απ’ τη μεριά σου

Μα εγώ δεν έχω άλλη ελπίδα έξω από σένα
κι ακολουθώ τη κάθε σου πατημασιά

Βουλιάζω στο φως σου (Είμαι δικός σου)
Τσακισμένη χαρά (Βουλιάζω στο φως σου)
Με τ’ άγρια φτερά σου (Ταξιδεύω)
Ταξιδεύω, ταξιδεύω μακριά

Όλες οι αλήθειες απρόσιτες
Χτισμένες όλες οι πόρτες
Κι οι πόλεις όλες εξόριστες
Κι οι κάτοικοι όλοι απόντες

Μα εγώ δεν έχω άλλη ελπίδα έξω από σένα
κι ακολουθώ τη κάθε σου πατημασιά
Μα εγώ δεν έχω άλλη ελπίδα έξω από σένα
Τσακισμένη χαρά



Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

στο βράχο (τα ξύλινα σπαθιά)


Στέκομαι στην άκρη του γκρεμού
και κοιτάω όλους αυτούς που τους έσπρωξε ένα χέρι
κι αναγκάστηκαν να βγάλουνε φτερά
τώρα τους φωτίζει αυτό το υπέροχο αστέρι
τους κοιτάω να πλανιούνται μακρυά
πέρα από τα πέρατα πέρα από τα πέρα μέρη
κάποιος πλησιάζει σαν να θέλει να μου πει
κάποιος απ' αυτούς θα ξέρει
κάποιος πλησιάζει σαν να θέλει να μου πει

Άσε τη ζωή να λιώνει μέσα στα χέρια της σαν χιόνι

Στέκομαι στην πόρτα σου μπροστά
και διαβάζω ένα μήνυμα γραμμένο με μαχαίρι
ότι έπρεπε να φύγουνε ξανά
ότι τώρα διασχίζουν το μεγάλο μεσημέρι
και την πιο παραμυθένια αμμουδιά
πέρα από τα πέρατα πέρα από τα πέρα μέρη
κάποιος πλησιάζει σα να θέλει να μου πει
κάποιος απ' αυτούς θα ξέρει
κάποιος πλησιάζει σα να θέλει να μου πει

Μη με ρωτάς αν η αγάπη ανασταίνει
μου είπε κάποιος κάποτε το είδε να συμβαίνει
θυμήσου, τότε που σ' άφησαν μονάχο
τον σκορπιό που βρήκες όταν σήκωσες το βράχο
το βράχο, που επάνω του το κάστρο φτάνει στους ουρανούς
για ναύτες σαν κι αυτούς λιμάνι
κάνει να ακούγεται κι αυτό το βράδυ
ο ήχος απ' τα κέρματα που ρίχνει στο πηγάδι, η μοίρα
θυμάμαι τ' άρωμά της
τους σκύλους που ησυχάζανε κάτω απ' τα βλέμματά της
πήγαινε δε θα το μετανιώσεις
πες της πως ήρθες εσύ και θα το νιώσεις
θα νιώσεις στο πλάι σου την πνοή της
μια νύχτα με πανσέληνο στο ιπτάμενο χαλί της

Άσε τη ζωή να λιώνει μέσα στα χέρια της σαν χιόνι
Άσε τη ζωή να λιώνει...


Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

ΙΟΥΛΙΟΣ (Βίκυ Φιλιππίδου)


Απ' το τηλέφωνο ακούγονταν
Οι μανταρινιές κι ο πόνος σου·
Η ζωή μου σκαρφάλωνε την ανεμόσκαλα·
Πάλευε να φτάσει στον ουρανό·
Να δει μια στιγμή
Τον εαυτό της από ψηλά
Και παρά την ταραχή
Να κρατηθεί
Μην πέσει.
Αργότερα, μέσα στη σκοτεινιά του δωματίου
Άναψα αυτό το ποίημα
Για παρηγοριά.