(1925, ανέκδοτο)
Καμμιάν από τις πίκρες μου δε γνώρισες,
τις πίκρες μου τις άσωστες, τις μαύρες.
Και στων ματιών μου μεσ' στο φεγγοβόλημα
τα δάκρια μου στεγνωμένα τα 'βρες.
Εσύ μονάχα το γλυκό χαμόγελο
καμάρωσες στα χείλη μου απλωμένο
κ' έχεις μεσ' στων ματιών μου το ξαστέρωμα
τον πόθο σου τρελλά καθρεφτισμένο.
Με γνώρισες να γέρνω στην αγάπη σου
σαν πεταλούδα στο άλικο λουλούδι
και να σκορπίζω όσο η καρδιά μου εδύνοταν
μεθυστικό το ερωτικό τραγούδι.
Γνώρισες της χαράς μου το άγριο ξέσπασμα
στον ανοιξιάτικον αγρό που ευώδα
λαχτάρας κύμα εγίνονταν η αγκάλη μου
τα νειάτα σου να σφίγγη και τα ρόδα.
Εσύ ποτέ κρυφά δεν ακολούθησες
το βήμα μου σαν φεύγω από κοντά σου
κι όμως και με τη σκέψη σου μου δόθηκες
και με τη φλόγα ακόμα του έρωτα σου.
Μα ποιός το ξέρει αν, μία στιγμή βρισκόσουνα
κάπου που να νε βλέπεις όταν γέρνω
και σκύβω μαζωχτή κάτω από τ'άγριο
χτύπημα, τις στριγγές φωνές που σέρνω
αν άκουες, και στου πόνου το ξεχείλισμα
το δόσιμο στο ξέψυχο μεθύσι,
τα δάκρια, ω, θα μ'αρνιόσουν όλα αν τά 'βλεπες.
Κι όμως μου λες πως μ'έχεις αγαπήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου