ήταν ιππότης. κάτι έπρεπε να 'ναι
κι ήταν ιππότης. ελαμποκοπούσε
χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
λευκό στο καπελίνο του φτερό.
αμίλητος καβάλα στ' άλογο του
χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας,
ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.
κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό...
ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
ή την αρχοντοπούλα τη μικρή,
αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
την ένδοξη παράδοση ετιμούσε
κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
και λευτεριά τους χάριζε ιερή...
μα εκείνες που δεν ήξεραν του εκαίγαν
θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
κι ετάζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
στην τόλμη του για δώρο προσφερτή...
δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
για της ευγένειας μόνο την ιδέα
και για της ιπποσύνης την τιμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου